-
1 ὑπανοίγω
3 intr., open underneath,ἄντρον ὑπανοίγει J.BJ1.21.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπανοίγω
См. также в других словарях:
υπανοίγω — ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α [ἀνοίγω] ανοίγω («ἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.) αρχ. 1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο 2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek